- κερδοσκοπικός
- speculative
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
κερδοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κερδοσκοπία, αυτός που γίνεται για επίτευξη εύκολου κέρδους με κάθε μέσο («κερδοσκοπικά τεχνάσματα»). επίρρ... κερδοσκοπικώς και ά με κερδοσκοπικό τρόπο, για την προσκόμιση κερδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκοπία … Dictionary of Greek
κερδοσκοπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κερδοσκοπία ή γίνεται για χάρη της: Οι κερδοσκοπικές του ενέργειες τον έκαναν πλούσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
— Wikimedia Foundation Error العربية Bahasa Indonesia Česky Dansk Deutsch Eesti Ελληνικά English Español … Википедия
'Первая Архипелагская экспедиция' — Wikimedia Error … Википедия
'\'Эйри, Джордж Биддель\'' — Wikimedia Error … Википедия
'Центральный академический театр Российской армии' — Wikimedia Error … Википедия
'Копраш, Георг' — Wikimedia Error … Википедия
'Блоссфельд, Гарри' — Wikimedia Error … Википедия
'Петров, Анатолий Владимирович' — Wikimedia Error … Википедия
'Академия Федеральной службы безопасности России' — Wikimedia Error … Википедия